πατρούχος

πατρούχος
-ον, Α
φρ. «πατροῡχος παρθένος» — η επίκληρος*, η μόνη κληρονόμος τής πατρικής περιουσίας ορφανή κόρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από ένα τ. πατρῳοῦχος < πατρῷος + -οῦχος* (πρβλ. και πατρωϊῶχος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πατροῦχος — heiress fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατροῦχον — πατροῦχος heiress fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • πατροιόκος — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. πατροῡχος …   Dictionary of Greek

  • πατρωϊώχος — ον, Α το θηλ. η πατροῡχος* παρθένος, η επίκληρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατρῷα «πατρική κληρονομιά» (< πατρῷος) + ῶχος (< ἔχω), πρβλ. ζευγ ώχος] …   Dictionary of Greek

  • πατρούχου — πατρού̱χου , πατροῦχος heiress fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”